.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Είτε ως αρχική, αιτιώδης συνθήκη, είτε ως αποτέλεσμα –προϊόν θεσμικών διακανονισμών, η ανισότητα βρίσκεται στη βάση σειράς κρίσιμων θεωρητικών προβληματισμών και ερευνητικών διλημμάτων. Εξίσου γενική είναι όμως και η αίσθηση ότι η θεωρητική της προσέγγιση καθυστερεί· με φυσικό αποτέλεσμα  την εμφάνιση της γνωστής προβληματικής απόκλισης μεταξύ ενός φιλοσοφίζοντος θεωρητικού ιδιώματος από τη μια και ενός α-θεωρητικού ερευνητικού εμπειρισμού από την άλλη. Πρόκειται για φαύλο κύκλο που υπονομεύει αμφότερα τα γνωστικά εγχειρήματα, τόσο τη θεωρία όσο και την έρευνα.
            Φιλοδοξώντας να συμβάλλει στην αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας, το κείμενο αυτό επιχειρεί μια πρώτη καταγραφή (και, δευτερευόντως, επέκταση και αξιοποίηση) της θεωρητικής συμβολής του πρόσφατα εκλιπόντος, εξαιρετικά σημαντικού πολιτικού κοινωνιολόγου, Charles Tilly. Συνδυαστικά με τη θεωρητική καταγραφή, το κείμενο επερωτά επίσης την προσέγγιση Tilly προκειμένου για τη διερεύνηση δομικών ανισοτήτων που εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια μέσα από δυο επιμέρους αναφορές: την εργασιακή επισφάλεια και τη μετανάστευση, ενώ, μέσα από ένα οργανωτικό πρίσμα, εξετάζεται η εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων.
Πρώτη βασική επισήμανση είναι ότι η  ανισότητα, αν και αρχέγονη, δεν είναι φυσική: αποτελεί αντίθετα έκβαση εμπρόθετων, κατά κανόνα στρατηγικών δράσεων —ένα αποτέλεσμα— που, για να ερμηνευθεί επαρκώς, πρέπει κανείς να ανασυγκροτήσει τις πρακτικές όσων, έχοντας πρόσβαση σε σημαντικούς υλικούς πόρους, οργανώνουν την εμπέδωση και αναπαραγωγή της θεσμοποιώντας κατηγορικές διαφοροποιήσεις –πρακτικές, δηλαδή, χειραγώγησης και «κοινωνικού αποκλεισμού»: η ανισότητα αποτελεί φαινόμενο κατεξοχήν σχεσιακό, που επέρχεται ως αποτέλεσμα δυο μηχανισμών: της εκμετάλλευσης [exploitation] και της συσσώρευση ευκαιριών [opportunity hoarding]. «Εκμετάλλευση» υφίσταται όταν ισχυρές, συνεκτικές ομάδες ανθρώπων αντλούν οφέλη από πόρους που ελέγχουν μέσω του συντονισμού των δραστηριοτήτων άλλων, παρείσακτων προσώπων ή ομάδων τις οποίες αποκλείουν από την πλήρη απολαβή της προστιθέμενης αξίας την οποία εισφέρουν οι δραστηριότητές τους αυτές. Με τον όρο «συσσώρευση ευκαιριών», από την άλλη, ο Tilly αναφέρεται σε μια διαδικασία κατά την οποία τα μέλη κατηγορικά συγκροτημένων δικτύων αποκτούν προνομιακή πρόσβαση σε πηγές ισχύος.
Ανάλογα με τα ενεχόμενα υποκείμενα, οι δυο αυτές συνθήκες —εκμετάλλευση και συσσώρευση ευκαιριών— θα τείνουν να διαφορίζονται εκ παραλλήλου, πρόοδοι ή υποχωρήσεις στη μία θα συνοδεύονται κατά τεκμήριο από ανάλογες εξελίξεις στην άλλη: τα εκμεταλλευτικά δίκτυα —οι εκάστοτε κυρίαρχοι— ακριβώς λόγω αυτής τους της ιδιότητας θα έχουν μεγάλη δυνατότητα συσσώρευσης ευκαιριών και το αντίστροφο: οι κυριαρχούμενοι θα είναι ταυτοχρόνως και θύματα μιας οιωνοί δομικής υστέρησης πόρων.Αυτό πράγματι ισχύει· ισχύει, όμως μόνο εν μέρει, διότι και οι κυριαρχούμενοι, αν και με καταστατικά λιγότερους πόρους, διατηρούν μια κατά περίπτωση αξιοσημείωτη δυνατότητα συσσώρευσης ευκαιριών. Συνάγεται ότι μια στάση αμοιβαίου αποκλεισμού (όπου οι κυρίαρχοι αποκλείουν τους κυριαρχούμενους, αλλά και οι κυριαρχούμενοι τους κυρίαρχους) τείνει να προσκομίζει οφέλη σε αμφότερους. Η διαπίστωση αυτή είναι βέβαια προφανής στην περίπτωση των κυρίαρχων (κυρίαρχοι είναι όσοι εξ ορισμού αποκλείουν όσους εκμεταλλεύονται), όμως δεν ισχύει το ίδιο για τους κυριαρχούμενους. Εκεί ο αποκλεισμός του αντιπάλου συχνά θεωρείται αναποτελεσματικός ή και επικίνδυνος —αξίζει να αναλογιστεί κανείς εδώ τη λαγνεία της «συναινετικής λογικής» του θεσμικού συνδικαλισμού, ή την πρακτική να επιχειρείται η άμβλυνση των κρατικών κατασταλτικών πρακτικών μέσω διαπραγμάτευσης με όσους στρατηγικά τις κατευθύνουν. Η παρατήρηση Tilly επαναφέρει κάτι που όσοι έχουν έστω και στοιχειωδώς ασχοληθεί με την ιστορική κοινωνιολογία των συλλογικών δράσεων γνωρίζουν πολύ καλά: ότι κανένα εργατικό συνδικάτο και ποτέ δεν ωφελήθηκε πραγματικά όταν στη λειτουργία και τις δράσεις του εμφιλοχωρούν εργοδότες —είτε ως φυσικά πρόσωπα, είτε ως ιδέες, απροκάλυπτα ή —πιο συχνά— συγκαλυμμένα.